- αδενοπαθής
- -έςαυτός που πάσχει από αδενοπάθεια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδένας + -παθής < ἔπαθον < πάσχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… … Dictionary of Greek